ξετσιπώνω

ξετσιπώνω
μετ. снимать пенку (с молока и т. п.);

ξετσιπώνομαι — терять стыд, становиться бесстыдным, бессовестным, нахальным


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ξετσιπώνω" в других словарях:

  • ξετσιπώνω — 1. αφαιρώ την τσίπα, την πέτσα, την κρούστα 2. (το παθ.) ξετσιπώνομαι χάνω την τσίπα μου, χάνω την ντροπή μου, γίνομαι αναίσχυντος, αδιάντροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + τσίπα «πέτσα, ντροπή»] …   Dictionary of Greek

  • ξετσίπωτος — η, ο αναιδής, αδιάντροπος, αναίσχυντος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός < ξετσιπώνω ή < ξ(ε) * + τσίπα] …   Dictionary of Greek

  • ξετσιπωσιά — η [ξετσιπώνω] αδιαντροπιά, ξετσίπωμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»